- διπλογενής
- -ές1. αυτός που έχει δύο γένη2. γραμμ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα διπλογενήουσιαστικά που στον ενικό παρουσιάζουν δύο γένη («το νώτο, ο νώτος»).[ΕΤΥΜΟΛ. < διπλο-* + -γενής < γένος (πρβλ. διγενής, ομοιογενής)].
Dictionary of Greek. 2013.